ξυναγωγήν

ξυναγωγήν
συναγωγήν , συναγωγή
a bringing together
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συναγωγή — Όρος συγγενής με τον όρο «ναός» που υποδηλώνει τον τόπο της ιουδαϊκής λατρείας. Η σ. δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που ήταν μοναδικός στο Ισραήλ και προορισμένος για τις αιματηρές θυσίες και που καταστράφηκε για τελευταία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”